λοιδορῆσαι

λοιδορῆσαι
λοιδορέω
abuse
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροινιάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παροινιάσαι ὑβρίσαι, λοιδορῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παροινῶ, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • σκαπερδεύσαι — και σκαπαρδεῡσαι Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῆσαι» 2. (ο τ. σκαπαρδεῡσαι (κατά τον Τζέτζ.) «συμμαχῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπέρδα. Προβλήματα γεννά τόσο η μορφή όσο και η σημ. τών διάφορων ρηματ. τ. (πρβλ. και σκαρπαδεῡσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”